Μετάβαση στο περιεχόμενο

αρκουδιάρης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρκουδιάρης οι αρκουδιάρηδες
& αρκουδιαραίοι
      γενική του αρκουδιάρη των αρκουδιάρηδων
& αρκουδιαραίων
    αιτιατική τον αρκουδιάρη τους αρκουδιάρηδες
& αρκουδιαραίους
     κλητική αρκουδιάρη αρκουδιάρηδες
& αρκουδιαραίοι
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρκουδιάρης < αρκούδ(α) + -ιάρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρκουδιάρης αρσενικό (θηλυκό: αρκουδιάρισσα & αρκουδιάρα)

  1. (επάγγελμα) πλανόδιος που έχει εκπαιδεύσει αρκούδα να κάνει διάφορες κινήσεις και την χρησιμοποιεί για δημόσιο θέαμα
  2. (μεταφορικά) ο άθλιος ή ο εκμεταλλευτής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]