Μετάβαση στο περιεχόμενο

νομάς

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Νομάς, Νομᾶς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νομάς οι νομάδες
      γενική του/της
του
νομάδος
νομάδα
των νομάδων
    αιτιατική τον/τη νομάδα τους/τις νομάδες
     κλητική νομάς νομάδες
Ιδιόκλιτο, με ονομαστική και γενική ενικού από το αρχαίο νομάς.
Συγκρίνετε με την κλίση «ο νομάδας».
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νομάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νομάς αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο νομάς)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / νομάς οἱ/αἱ νομάδες
      γενική τοῦ/τῆς νομάδος τῶν νομάδων
      δοτική τῷ/τῇ νομάδ τοῖς/ταῖς νομάσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν νομάδ τοὺς/τὰς νομάδᾰς
     κλητική ! νομάς νομάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νομάδε
γεν-δοτ τοῖν  νομάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νομάς < νομ(ή) (νέμω) + -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νομάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που περφέρεται σε αναζήτηση βοσκής
     δείτε τη λέξη Νομάδες
  2. (θηλυκό, σε επιθετική χρήση)
    1. αυτή που βόσκει
    2. αυτή που τρέφει
        5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 687
      κρῆναι Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων
      οι πηγές του Κηφισού που τρέφουν τα ρείθρα