περιφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιφέρω < αρχαία ελληνική περιφέρω < περί + φέρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛ.ɾi.ˈfɛ.ɾɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
περιφέρω (παθητική φωνή: περιφέρομαι)
- μεταφέρω κάτι, ακολουθώντας κυρίως μια κυκλική πορεία
- (ειρωνικά) προβάλλω κάτι χωρίς να ντρέπομαι
- περιφέρει τα βάσανά του σαν να είναι κατορθώματα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- περιφέρω το βλέμμα : κοιτάζω τριγύρω χωρίς προσοχή σε κάτι συγκεκριμένο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιφέρω