wet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- wet < μέση αγγλική wett
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wet (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- dry
Ρήμα[επεξεργασία]
wet (en)
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wet (af)
- ο νόμος