dry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dry |
συγκριτικός | drier / dryer |
υπερθετικός | driest / dryest |
dry (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dries |
αόριστος | dried |
παθητική μετοχή | dried |
ενεργητική μετοχή | drying |
dry (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- dry - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- dry - Oxford Learner's Dictionaries