dry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός dry
συγκριτικός drier / dryer
υπερθετικός driest / dryest

dry (en)

  1. ξηρός
  2. στεγνός

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας dry
γ΄ ενικό ενεστώτα dries
αόριστος dried
παθητική μετοχή dried
ενεργητική μετοχή drying

dry (en)

  1. ξηραίνω
  2. ξεραίνω
  3. στεγνώνω
  4. σκουπίζω για να απομακρύνω το νερό

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • dry - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • dry - Oxford Learner's Dictionaries