dryly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dryly |
συγκριτικός | more dryly |
υπερθετικός | most dryly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
dryly (en)
- ξερά, με τρόπο που δεν δείχνει κανένα συναίσθημα
- ↪ He answered me dryly.
- Μου απάντησε ξερά.
- ↪ If you teach history dryly, the students will goof off.
- Αν διδάσκεις ξερά την ιστορία, οι μαθητές θα χαζεύουν.
- ↪ He answered me dryly.
Πηγές[επεξεργασία]
- dryly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 608. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξερός