ποτοαπαγόρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποτοαπαγόρευση | οι | ποτοαπαγορεύσεις |
γενική | της | ποτοαπαγόρευσης* | των | ποτοαπαγορεύσεων |
αιτιατική | την | ποτοαπαγόρευση | τις | ποτοαπαγορεύσεις |
κλητική | ποτοαπαγόρευση | ποτοαπαγορεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποτοαπαγορεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποτοαπαγόρευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποτοαπαγόρευση θηλυκό
- η απαγόρευση της πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποτοαπαγόρευση
|