run dry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
run dry (en)
- (ιδιωματισμός) στερεύω, παύω να έχω νερό· χρησιμοποιείται πλήρως για να μην μείνει κανένα
- ↪ Our well has run dry.
- Το πηγάδι μας στρέψε.
- ↪ Our well has run dry.
Πηγές[επεξεργασία]
- dry (idioms): run dry - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 817. ISBN 9780194325684., λήμμα: στερεύω