run dry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

run dry < → δείτε τις λέξεις run και dry

Έκφραση[επεξεργασία]

run dry (en)

  • (ιδιωματισμός) στερεύω, παύω να έχω νερό· χρησιμοποιείται πλήρως για να μην μείνει κανένα
    Our well has run dry.
    Το πηγάδι μας στρέψε.

Πηγές[επεξεργασία]