drier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- drier < dr(y) > i + -er για ουσιαστικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drier | driers |
- συσκευή που στεγνώνει κάτι
- (ειδικότερα) το στεγνωτήριο ρούχων
- (ειδικότερα) το πιστολάκι μαλλιών
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- drier < dr(y) > i + -er συγκριτικό
Επίθετο[επεξεργασία]
drier (en)
- (βρετανικό και αμερικανικό) συγκριτικός βαθμός του dry
Πηγές[επεξεργασία]
για τη βρετανική & αμερικανική γραφή:
- drier#Usage notes στο αγγλικό Βικιλεξικό