dry out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | dry out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dries out |
αόριστος | dried out |
παθητική μετοχή | dried out |
ενεργητική μετοχή | drying out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dry out (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεραίνω, στεγνώνω ή αφήνω κάτι να στεγνώσει, συχνά με τρόπο που δεν είναι επιθυμητό
- ↪ The wind is drying out my skin.
- Ο αέρας ξεραίνει το δέρμα μου.
- ↪ The loaf dried out completely.
- Το καρβέλι ξεράθηκε εντελώς.
- ↪ The rivers/wells have completely dried out.
- Στέγνωσαν εντελώς τα ποτάμια/τα πηγάδια.
- ↪ The wind is drying out my skin.
Πηγές[επεξεργασία]
- dry out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 607, 815. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεραίνω, στεγνώνω