dry out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας dry out
γ΄ ενικό ενεστώτα dries out
αόριστος dried out
παθητική μετοχή dried out
ενεργητική μετοχή drying out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dry out < → δείτε τις λέξεις dry και out

Ρήμα[επεξεργασία]

dry out (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεραίνω, στεγνώνω ή αφήνω κάτι να στεγνώσει, συχνά με τρόπο που δεν είναι επιθυμητό
    The wind is drying out my skin.
    Ο αέρας ξεραίνει το δέρμα μου.
    The loaf dried out completely.
    Το καρβέλι ξεράθηκε εντελώς.
    The rivers/wells have completely dried out.
    Στέγνωσαν εντελώς τα ποτάμια/τα πηγάδια.

Πηγές[επεξεργασία]