σκουπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουπίζω < σκούπ(α) + -ίζω → και δείτε τη λέξη scopa (λατινικά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skuˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐πί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκουπίζω, αόρ.: σκούπισα, παθ.φωνή: σκουπίζομαι, π.αόρ.: σκουπίστηκα, μτχ.π.π.: σκουπισμένος

  1. καθαρίζω έναν χώρο χρησιμοποιώντας σκούπα
     συνώνυμα: σαρώνω
  2. καθαρίζω μια επιφάνεια από υγρά ή στερεά ανεπιθύμητα αντικείμενα
    πάρε μια πετσέτα και σκούπισε τον ιδρώτα σου

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σκούπα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]