σαρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαρώνω < μεσαιωνική ελληνική σαρώνω < (ελληνιστική κοινή) σαρόω / σαρῶ < αρχαία ελληνική σαίρω < σάρον
Ρήμα
[επεξεργασία]σαρώνω, πρτ.: σάρωνα, στ.μέλλ.: θα σαρώσω, αόρ.: σάρωσα, παθ.φωνή: σαρώνομαι, μτχ.π.π.: σαρωμένος
- σκουπίζω χρησιμοποιώντας ένα σάρωθρο (σκούπα)
- παρασέρνω τα πάντα στο πέρασμά μου καθώς κινούμαι με φοβερή ορμή, καταστρέφω ολοσχερώς κάτι
- έχω μια εντυπωσιακή επιτυχία, πχ σε διαγωνισμό
- ψάχνω ή πηγαίνω σε κάθε πιθανό σημείο
- (τεχνολογία) ψηλαφώ έντυπο ή άλλο αντικείμενο δια φωτεινής ακτινοβολίας και το αναπαριστάνω ψηφιακά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαρώνω | σάρωνα | θα σαρώνω | να σαρώνω | σαρώνοντας | |
β' ενικ. | σαρώνεις | σάρωνες | θα σαρώνεις | να σαρώνεις | σάρωνε | |
γ' ενικ. | σαρώνει | σάρωνε | θα σαρώνει | να σαρώνει | ||
α' πληθ. | σαρώνουμε | σαρώναμε | θα σαρώνουμε | να σαρώνουμε | ||
β' πληθ. | σαρώνετε | σαρώνατε | θα σαρώνετε | να σαρώνετε | σαρώνετε | |
γ' πληθ. | σαρώνουν(ε) | σάρωναν σαρώναν(ε) |
θα σαρώνουν(ε) | να σαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σάρωσα | θα σαρώσω | να σαρώσω | σαρώσει | ||
β' ενικ. | σάρωσες | θα σαρώσεις | να σαρώσεις | σάρωσε | ||
γ' ενικ. | σάρωσε | θα σαρώσει | να σαρώσει | |||
α' πληθ. | σαρώσαμε | θα σαρώσουμε | να σαρώσουμε | |||
β' πληθ. | σαρώσατε | θα σαρώσετε | να σαρώσετε | σαρώστε | ||
γ' πληθ. | σάρωσαν σαρώσαν(ε) |
θα σαρώσουν(ε) | να σαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαρώσει | είχα σαρώσει | θα έχω σαρώσει | να έχω σαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαρώσει | είχες σαρώσει | θα έχεις σαρώσει | να έχεις σαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαρώσει | είχε σαρώσει | θα έχει σαρώσει | να έχει σαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαρώσει | είχαμε σαρώσει | θα έχουμε σαρώσει | να έχουμε σαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαρώσει | είχατε σαρώσει | θα έχετε σαρώσει | να έχετε σαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαρώσει | είχαν σαρώσει | θα έχουν σαρώσει | να έχουν σαρώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαρώνω