ψηλαφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψηλαφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηλαφέω / ψηλαφῶ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psi.laˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐λα‐φώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ψηλαφώ και ψηλαφίζω
- αγγίζω κάτι με τις άκρες των δαχτύλων, πολύ απαλά, προκειμένου να διαπιστώσω κάτι
- (ειδικότερα) ψάχνω εξεταστικά με την αφή για να εντοπίσω κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό με την όραση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]ψηλαφώ
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
|
ψηλαφίζω
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψηλαφίζω | ψηλάφιζα | θα ψηλαφίζω | να ψηλαφίζω | ψηλαφίζοντας | |
β' ενικ. | ψηλαφίζεις | ψηλάφιζες | θα ψηλαφίζεις | να ψηλαφίζεις | ψηλάφιζε | |
γ' ενικ. | ψηλαφίζει | ψηλάφιζε | θα ψηλαφίζει | να ψηλαφίζει | ||
α' πληθ. | ψηλαφίζουμε | ψηλαφίζαμε | θα ψηλαφίζουμε | να ψηλαφίζουμε | ||
β' πληθ. | ψηλαφίζετε | ψηλαφίζατε | θα ψηλαφίζετε | να ψηλαφίζετε | ψηλαφίζετε | |
γ' πληθ. | ψηλαφίζουν(ε) | ψηλάφιζαν ψηλαφίζαν(ε) |
θα ψηλαφίζουν(ε) | να ψηλαφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψηλάφισα | θα ψηλαφίσω | να ψηλαφίσω | ψηλαφίσει | ||
β' ενικ. | ψηλάφισες | θα ψηλαφίσεις | να ψηλαφίσεις | ψηλάφισε | ||
γ' ενικ. | ψηλάφισε | θα ψηλαφίσει | να ψηλαφίσει | |||
α' πληθ. | ψηλαφίσαμε | θα ψηλαφίσουμε | να ψηλαφίσουμε | |||
β' πληθ. | ψηλαφίσατε | θα ψηλαφίσετε | να ψηλαφίσετε | ψηλαφίστε | ||
γ' πληθ. | ψηλάφισαν ψηλαφίσαν(ε) |
θα ψηλαφίσουν(ε) | να ψηλαφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψηλαφίσει | είχα ψηλαφίσει | θα έχω ψηλαφίσει | να έχω ψηλαφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψηλαφίσει | είχες ψηλαφίσει | θα έχεις ψηλαφίσει | να έχεις ψηλαφίσει | έχε ψηλαφισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ψηλαφίσει | είχε ψηλαφίσει | θα έχει ψηλαφίσει | να έχει ψηλαφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψηλαφίσει | είχαμε ψηλαφίσει | θα έχουμε ψηλαφίσει | να έχουμε ψηλαφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψηλαφίσει | είχατε ψηλαφίσει | θα έχετε ψηλαφίσει | να έχετε ψηλαφίσει | έχετε ψηλαφισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψηλαφίσει | είχαν ψηλαφίσει | θα έχουν ψηλαφίσει | να έχουν ψηλαφίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψηλαφισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψηλαφισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψηλαφισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψηλαφισμένο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψηλαφώ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψηλαφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας