σάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάρωμα | τα | σαρώματα |
γενική | του | σαρώματος | των | σαρωμάτων |
αιτιατική | το | σάρωμα | τα | σαρώματα |
κλητική | σάρωμα | σαρώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάρωμα < σαρώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάρωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του σαρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σάρωμα