sweep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | sweep |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | sweeps |
αόριστος | swept |
παθητική μετοχή | swept |
ενεργητική μετοχή | sweeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
sweep (en)