σκούπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκούπα | οι | σκούπες |
γενική | της | σκούπας | των | σκουπών |
αιτιατική | τη | σκούπα | τις | σκούπες |
κλητική | σκούπα | σκούπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκούπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκούπα, σκοῦπᾰ < λατινική scōpa [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsku.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκού‐πα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκούπα θηλυκό
- μέσο για την απομάκρυνση σκόνης και σκουπιδιών από μια επιφάνεια όπως ένας δρόμος, ένα πάτωμα
- (μεταφορικά) πράξη που επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε μεγάλη έκταση
- ↪ Θα πέσει σκούπα σε όλα τα παλιοπράγματα που μαζεύτηκαν στο σαλόνι.
- ※ Ποια μέτρα περιλαμβάνει το νομοσχέδιο «σκούπα» που κατατίθεται στη Βουλή (Εφημερίδα Το Βήμα, 25/4/2013)
- (μεταφορικά) μαζικές συλλήψεις από την αστυνομία
- ↪ επιχείρηση σκούπα
- (φυτό) συνώνυμο του σκουπόχορτο [3]
- (ποδοσφαιρική αργκό) ο αμυντικός παίχτης που αναλαμβάνει διάφορους ρόλους σε ποικίλες θέσεις (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (λέω) όσα σέρνει η σκούπα
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει
- σα σκούπα: πολύ σκληρός
- ↪ Τα μαλλιά μου έγιναν σα σκούπα από το αλατόνερο.
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
σκουπ-
σκουπ-
- αποσκουπίζω, αποσκουπίζομαι
- ασκούπιστα (επίρρημα)
- ασκούπιστος
- καθαριοσκουπισμένος
- κακοσκουπισμένος
- καλοσκουπίζω, καλοσκουπίζομαι
- καλοσκουπισμένος
- μισοσκουπίζω, μισοσκουπίζομαι
- μισοσκουπισμένος
- ξανασκουπίζω, ξανασκουπίζομαι
- ξανασκούπισμα
- ξανασκουπισμένος
- σκουπάδικο
- σκουπάκι
- σκουπάρα
- σκουπάς
- σκουπίζω, σκουπίζομαι
- σκουπισιά
- σκούπισμα
- σκουπισματάκι
- σκουπισμένος
- σκουπίτσα
- σκουπούλα
- συχνοσκουπίζω, συχνοσκουπίζομαι
- ψευτοσκουπίζω, ψευτοσκουπίζομαι
- ψευτοσκουπισμένος
με σκουπιδ- → δείτε τη λέξη σκουπίδι
με σκουπιζ- σκουπισ- → δείτε τη λέξη σκουπίζω
Σύνθετα
[επεξεργασία]με το ουσιαστικό σκούπα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σκούπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σκούπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σκούπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σκούπα σελ.6587 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)