balai
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
balai | balais |
balai (fr) αρσενικό
- η σκούπα
- η ουρά των πουλιών
- η άκρη της ουράς των σκύλων
- (οικείο) το τελευταίο μετρό η λεωφορείο της ημέρας
- (οικείο) χρόνος, χρονιά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- balai d'essuie-glace: υαλοκαθαριστήρας
- balai de chiottes: σκουπάκι τουαλέτας
- balai mécanique: καθαριστικό μηχάνημα με περιστρεφόμενες βούρτσες
- coup de balai: απόλυση του προσωπικού μιας δημόσιας αρχής ή μιας εταιρείας
- du balai !: δρόμο! έξω από δω! δίνε του!
- manche à balai
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα balai | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | balaas | balaanta | balaata |
αόριστος | balais | balainta | balaita |
μέλλοντας | balaos | balaonta | balaota |
υποθετική | balaus | - | - |
προστακτική | balau | - | - |
balai (eo)