μετρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετρό < (άμεσο δάνειο) γαλλική métro < métropolitain < métropole, μεγάλη πόλη < μητρόπολη (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετρό ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, υπόγειος ή ημιυπόγειος, που εξυπηρετεί μια μεγάλη πόλη