metro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metro | metroj |
αιτιατική | metron | metrojn |
metro (eo)
- το μέτρο, μονάδα μέτρησης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- metro < αρχαία ελληνική μέτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
metro | metri |
metro (it)
- το μέτρο, μονάδα μέτρησης
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
metro (ca) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
metro | metros |
metro (pt) αρσενικό
- το μετρό, ο υπόγειος σιδηρόδρομος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de metro - (πηγαίνοντας, κυκλοφορώντας) με το μετρό