προσωπικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωπικό < προσωπικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωπικό ουδέτερο
- το σύνολο των εργαζομένων σε μια επιχείρηση ή τμήμα επιχείρησης και οργανισμού
- ※ Οι προϊστάμενοι των Τμημάτων διευθύνουν, εποπτεύουν, ελέγχουν και συντονίζουν τις εργασίες του Τμήματος τους και παρέχουν τις αναγκαίες προς τούτο εντολές και οδηγίες στο προσωπικό (Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, Αναδιάρθρωση της ΓΓΠΠ, Αναβάθμιση Εθελοντισμού Πολιτικής Προστασίας, Αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλες διατάξεις, Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων, )
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προσωπικό
- αιτιατική ενικού του προσωπικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προσωπικός