manche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manche | manches |
manche (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manche | manches |
manche (fr) θηλυκό
- το μανίκι
- lève tes manches avant de te mettre au boulot !
- σήκωσε τα μανίκια σου προτού αρχίσεις τη δουλειά!
- lève tes manches avant de te mettre au boulot !