manche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Manche

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
manche manches

manche (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
manche manches

manche (fr) θηλυκό

  • το μανίκι
    lève tes manches avant de te mettre au boulot !
    σήκωσε τα μανίκια σου προτού αρχίσεις τη δουλειά!