σκόνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκόνη οι σκόνες
      γενική της σκόνης των (σκονών)
    αιτιατική τη σκόνη τις σκόνες
     κλητική σκόνη σκόνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκόνη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκόνη < αρχαία ελληνική κόνις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsko.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκό‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκόνη θηλυκό

  1. τριμμένο χώμα που αιωρείται στον αέρα ή κατακάθεται αργότερα σε επιφάνειες
    δούλευε στο νταμάρι και είναι γεμάτος σκόνη
    φύσηξε δυνατός αέρας και σήκωσε σκόνη από τους ξερούς χωματόδρομους
     συνώνυμα: κονιορτός, κουρνιαχτός
  2. στερεή ουσία που έχει τριφτεί και αποτελείται από πολύ μικρούς και λεπτούς κόκκους
    το φάρμακο τάδε διατίθεται σε χάπια και σε σκόνη που διαλύεται στο νερό
     συνώνυμα: πούδρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κάνω κάποιον σκόνη: τον νικώ θριαμβευτικά, τον εξουθενώνω
  • έφαγε τη σκόνη μου: έτρεχα πολύ γρήγορα και δεν μπορούσε να με φτάσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκόνη < αρχαία ελληνική κόν(ις) + με ανάπτυξη προτακτικού [s] από συμπροφορά με το άρθρο, όπως «τῆς σκόνης» /tis ˈkonis/ > /tiˈskonis/ > /tis ˈskonis/[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκόνη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]