polvo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polvo | polvoj |
αιτιατική | polvon | polvojn |
polvo (eo)
- η σκόνη
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
polvo (pt)