dust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dust | dusts |
dust (en)
- σκόνη
- ⮡ When the dust cloud settled…
- Όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός…
- ⮡ When the dust cloud settled…
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | dust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dusts |
αόριστος | dusted |
παθητική μετοχή | dusted |
ενεργητική μετοχή | dusting |
dust (en)