Μετάβαση στο περιεχόμενο

dry off

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας dry off
γ΄ ενικό ενεστώτα dries off
αόριστος dried off
παθητική μετοχή dried off
ενεργητική μετοχή drying off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dry off <  δείτε τις λέξεις dry και off

dry off (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) στεγνώνω ή κάνω κάτι στεγνό
      I dried off in the sun/with a towel.
    Στεγνώνω στον ήλιο/με πετσέτα.
      I am drying my clothes off.
    Στεγνώνω τα ρούχα μου.