jog
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jog | jogs |
jog (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | jog |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jogs |
αόριστος | jogged |
παθητική μετοχή | jogged |
ενεργητική μετοχή | jogging |
jog (en)
Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jog (hu)