επικηρύσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπικηρύσσω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικηρύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικηρύσσω < ἐπι- + κηρύσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

επικηρύσσω, αόρ.: επικήρυξα, παθ.φωνή: επικηρύσσομαι, π.αόρ.: επικηρύχθηκα, μτχ.π.π.: επικηρυγμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]