Μετάβαση στο περιεχόμενο

proscribo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
proscribo < pro + scribo

proscribo

  1. προαναγγέλλω
  2. δημοσιεύω
  3. προγράφω
  4. επικηρύσσω