υπερασπιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερασπιστικός < υπερασπίζω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερασπιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την υπεράσπιση ή αναφέρεται σ' αυτή
- Παρά την ανακατάταξη, με την προσθήκη γνωστών δικηγόρων, και τις αρχικές αποστάσεις, η υπερασπιστική γραμμή παραμένει κοινή και συνεχίζουν να αρνούνται ότι γνώριζαν την υπεξαίρεση... (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις υπερασπίζομαι και ασπίδα