προκοίλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προκοίλι τα προκοίλια
      γενική του προκοιλιού των προκοιλιών
    αιτιατική το προκοίλι τα προκοίλια
     κλητική προκοίλι προκοίλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προκοίλι < προ- + κοιλ(ιά) + [1] < → δείτε  μεσαιωνική ελληνική προκοίλης < ελληνιστική κοινή προκοίλιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾoˈci.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐κοί‐λι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προκοίλι ουδέτερο

  1. το μέρος της κοιλιάς που εξέχει
    ⮡  πάχυνε, έκανε προγούλι και προκοίλι, έγινε προκοίλης
    ※  Προκοίλι δὲ εἶναι τὸ καλύπτον τὴν κοιλίαν τοῦ χοίρου λίπος , τεμάχιον ἀρκετὰ μέγα, τὸ ὁποῖον βραζόμενον τρώγεται, ἀφοῦ κρυώσῃ. (Δημήτρης Λουκόπουλος, Αιτωλικαί οικίσεις, σκεύη και τροφαί, 1984, σελ. 125)
    ※  Με πλατύ δασωμένο στήθος, πόδια βαριά, χέρια θραψερὰ καὶ προκοίλια και προγούλια, ἕνας ἄνθρωπος όλος κρέατα. (Ιωάννης Μιχαήλ Παναγιωτόπουλος, Αιχμάλωτοι: μυθιστορήματα, 1951, σελ. 38)
     συνώνυμα: μπάκα, κοιλίτσα
  2. το υπογάστριο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κοιλιά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. προκοίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .