κοιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλία | οι | κοιλίες |
γενική | της | κοιλίας | των | κοιλιών |
αιτιατική | την | κοιλία | τις | κοιλίες |
κλητική | κοιλία | κοιλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοιλία. Συγκρίνετε με το κοιλιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλία θηλυκό
- (λόγιο, ανατομία) λόγια μορφή του κοιλιά
- (ανατομία) κοιλότητα σε κάποιο σωματικό όργανο (καρδιά, εγκέφαλο κ.λπ.)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κοιλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιλιά
|
κοιλότητα (ανατομία)
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιλία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κοιλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλία
- (ανθρώπινο σώμα) η κοιλιά
- (ανατομία) το στομάχι
- το περιεχόμενο της κοιλιάς, εντόσθια
- η διάρροια
- (μεταφορικά)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κοιλία ᾍδου (ο κάτω κόσμος)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κοιλία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κοιλῐᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | κοιλίᾱ | αἱ | κοιλίαι | |
γενική | τῆς | κοιλίᾱς | τῶν | κοιλιῶν | |
δοτική | τῇ | κοιλίᾳ | ταῖς | κοιλίαις | |
αιτιατική | τὴν | κοιλίᾱν | τὰς | κοιλίᾱς | |
κλητική ὦ! | κοιλίᾱ | κοιλίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοιλίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κοιλίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλία θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Λέξεις κοιλι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως ενδεικτικά
→ και δείτε τη λέξη κοῖλος - Λέξεις κοιλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές[επεξεργασία]
- κοιλία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοιλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανατομία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)