διάρροια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάρροια οι διάρροιες
      γενική της διάρροιας των διαρροιών
    αιτιατική τη διάρροια τις διάρροιες
     κλητική διάρροια διάρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάρροια < αρχαία ελληνική διάρροια < διαρρέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάρροια θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις διαρρέω, διά και ρέω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Στυλιανός Γ. Βίος, Χιακά γλωσσικά: πραγματεία βραβευθείσα εν τω γλωσσ. διαγωνισμώ του 1918, Τύποις Παγχιάκης, 1920, σελ. 106