διαρροϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαρροϊκός < ελληνιστική κοινή διαρροϊκός < αρχαία ελληνική διάρροια < διαρρέω < διά + ῥέω
Επίθετο
[επεξεργασία]διαρροϊκός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαρροϊκός
|