ventre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ventre | ventres |
ventre (fr) αρσενικό
- η κοιλιά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- à plat ventre - μπρούμυτα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ventre | ventri |
ventre (it)
- η κοιλιά