belly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- belly < μέση αγγλική bely / beli / bali < αγγλοσαξονική bælg
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
belly (en)
- (οικείο) η κοιλιά