μπαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλιά | οι | μπαλιές |
γενική | της | μπαλιάς | των | μπαλιών |
αιτιατική | την | μπαλιά | τις | μπαλιές |
κλητική | μπαλιά | μπαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαλιά < μπάλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαλιά θηλυκό
- το χτύπημα, η ρίψη μιας μπάλας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαλιά
|