Μετάβαση στο περιεχόμενο

axis

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
axis axes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

axis (en)

  1. o άξονας
  2. (ανατομία) ο δεύτερος αυχενικός σπόνδυλος