σπόνδυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπόνδυλος οι σπόνδυλοι
      γενική του σπονδύλου
σπόνδυλου
των σπονδύλων
    αιτιατική τον σπόνδυλο τους σπονδύλους
     κλητική σπόνδυλε σπόνδυλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σπόνδυλος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόνδυλος < αρχαία ελληνική σφόνδυλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπόνδυλος αρσενικό

  1. (ανατομία) το καθένα από τα οστά που συναπαρτίζουν τη σπονδυλική στήλη
  2. (αρχιτεκτονική) τμήμα κυλινδρικού κίονα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



αρχαία ελληνικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]