union

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
union unions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

union < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική union

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈjuːnjən/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

union (en)

  1. ένωση
  2. (θεωρία συνόλων) ένωση συνόλων
    σύμβολο:
     αντώνυμα: intersection (σύμβολο: )
    συγγενικό: difference
    δείτε επίσης: union (set theory) στην αγγλική Βικιπαίδεια
    union (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
  3. (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) ένωση σχέσεων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • union στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

union (fr)θηλυκό

  1. η ένωση
  2. ο γάμος
  3. η εταιρεία
  4. η σύνδεση
  5. το σμίξιμο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • union στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια