coterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coterie (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coterie | coteries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coterie (fr) θηλυκό
- (σκωπτικό) κλειστός κύκλος ανθρώπων που προωθούν τα συμφέροντά τους, η κλίκα, η φατρία