κλίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλίκα | οι | κλίκες |
γενική | της | κλίκας | των | κλικών |
αιτιατική | την | κλίκα | τις | κλίκες |
κλητική | κλίκα | κλίκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλίκα θηλυκό
- ομάδα ατόμων με κοινά συμφέροντα που προσπαθούν να αναρριχηθούν στον κοινωνικό ιστό με απώτερο στόχο την κοινωνική τους ανέλιξη