klika
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klika | kliki |
γενική | kliki | kliek |
δοτική | klice | klikom |
αιτιατική | klikę | kliki |
οργανική | kliką | klikami |
τοπική | klice | klikach |
κλητική | kliko | kliki |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]klika (pl) θηλυκό
- η κλίκα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]klika (pl)
- γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος klikać