klika

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική klika kliki
γενική kliki kliek
δοτική klice klikom
αιτιατική klikę kliki
οργανική kliką klikami
τοπική klice klikach
κλητική kliko kliki

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

klika (pl) θηλυκό

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

klika (pl)

  • γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος klikać