obstruction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]obstruction (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɔps.tʁyk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
obstruction | obstructions |
obstruction (fr) θηλυκό
- το φράξιμο
- η θρόμβωση
- η παρεμπόδιση
- η κωλυσιεργία