lower back

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lower back lower backs

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lower back < → δείτε τις λέξεις lower και back

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

lower back (en)

  • (ανθρώπινο σώμα) η μέση
    Does your lower back hurt?
    Πονάει η μέση σου;
    He is wearing a belt to protect his lower back.
    Αυτός φοράει ζώνη για να προστατέψει τη μέση του.