πια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πια
- ήδη
- ενισχύει τη σημασία του ρήματος με την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου, πλέον
- (σε αρνητική εκφορά)
- ↪ Δε μένουμε πια εδώ.
- (με αναφορά στο μέλλον)
- ↪ Δεν πρέπει πια να λες χυδαία λόγια.
- (σε αρνητική εκφορά)
- τελικά
- (τώρα +) συχνά επιφωνηματικά
- ↪ Tώρα πια μεγάλωσαν οι δουλειές μας.
- ↪ τώρα πια είναι κοντά μας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ήδη
→ δείτε τη λέξη ήδη |
τελικά
→ δείτε τη λέξη τελικά |
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Πηγές[επεξεργασία]
- «πια» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.