Μετάβαση στο περιεχόμενο

now

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

now (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τώρα, αμέσως, αυτή τη στιγμή
      What are you doing now?
    Τι κάνεις τώρα;
      He’s busy now.
    Είναι απασχολημένος τώρα.
      I saw him just now.
    Τον είδα τώρα δα.
      Come here now!
    Έλα εδώ αμέσως!
      They should be there now.
    Θα έπρεπε να είναι εκεί τώρα.
      All you really have is now.
    Το μόνο που πραγματικά έχεις είναι το τώρα.
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις currently και immediately
  2. πια, πλέον, αυτή τη στιγμή, αλλά όχι πριν· ενισχύει τη σημασία του ρήματος με την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου
      She is now alone, very old and sick.
    Είναι πια μόνη, πολύ μεγάλη και άρρωστη.
      The company has now overtaken its main rival in terms of size and reach.
    Η εταιρεία έχει πλέον ξεπεράσει τον κύριο αντίπαλό της όσον αφορά το μέγεθος και την εμβέλεια.
     συνώνυμα: from now on

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

now (en)

  • τώρα που
      Now that we are all here…
    Τώρα που είμαστε όλοι εδώ…