Μετάβαση στο περιεχόμενο

τώρα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Τώρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τώρα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τώρα < αρχαία ελληνική τῇ ὥρᾳ (ταύτῃ) < ὤρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈto.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τώρα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τώρα

  1. αυτή τη στιγμή που μιλώ
      σε περιμένει τώρα
  2. τη σημερινή εποχή
      έτσι είναι τώρα τα πράγματα
  3. φιλικός τρόπος για να ξεκινήσει κανείς μια πρόταση
      ε, τώρα, τι να σου πω!

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

τώρα!

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τώρα ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  1. μόλις
  2. σήμερα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]