ara
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Σύμβολο[επεξεργασία]
ara
- συντομογραφία του αστερισμού Κριός.
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ara (ca)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ara < asa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *as (καίω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ara (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ara | arae |
γενική | arae | arārum |
δοτική | arae | arīs |
αιτιατική | aram | arās |
κλητική | ara | arae |
αφαιρετική | arā | arīs |