άσυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άσυλο τα άσυλα
      γενική του ασύλου
άσυλου
των ασύλων
    αιτιατική το άσυλο τα άσυλα
     κλητική άσυλο άσυλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσυλο < αρχαία ελληνική ἄσυλον < ἀ- στερητικό + συλάω-ῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.si.lo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άσυλο ουδέτερο

  1. χώρος ιερός που δεν μπορεί να παραβιαστεί
    ο ναός της Αθηνάς αποτελούσε απαραβίαστο άσυλο
  2. (συνεκδοχικά) οποιοσδήποτε χώρος που χαίρει κάποιας προστασίας απέναντι στην πολιτεία
    οικογενειακό άσυλο
    πανεπιστημιακό άσυλο
  3. καταφύγιο για κάποιον που διώκεται
  4. (κατ' επέκταση) κατάλυμα, χώρος όπου κάποιος βρίσκει προστασία
    βρίσκω άσυλο, ζητώ άσυλο
    δίνω άσυλο, χορηγώ άσυλο
    πολιτικό άσυλο
  5. ίδρυμα περίθαλψης και προστασίας
    το άσυλο του παιδιού

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • πολιτικό άσυλο : το δικαίωμα κάποιου από αλλοδαπή χώρα να γίνει δεκτός σε μια άλλη χώρα, στην οποία ζητά καταφύγιο. Το δικαίωμα ισχύει υπό ειδικούς όρους και για άτομα που στη χώρα τους διώκονται ή δεν μπορούν να παραμείνουν για πολιτικούς λόγους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]