τελικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελικά < τελικός +

Επίρρημα[επεξεργασία]

τελικά

  1. στο τέλος
     αντώνυμα: αρχικά
  2. τελειωτικά, οριστικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τελικά